στρεύγω

στρεύγω
στρεύγω,
A distress, pain, Hsch.; but in [dialect] Ep. used in [voice] Pass., to be exhausted or worn out, weary oneself,

δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Il.15.512

, cf. A.R.4.1058;

δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Od.12.351

; ἄσθματι ς. Tim.Pers.93;

σ. καμάτοισι A.R.4.384

;

νούσῳ Call.Cer. 68

: abs., to be distressed, suffer distress or pain, A.R.4.621, Nic.Al. 291.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στρευγεδών — όνος, ἡ, Α θλίψη, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεύγω + ε δών (πρβλ. σηπ εδών, τηκ εδών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”